- ἱπποβοτέων
- ἱπποβότηςfeeder of horsesmasc gen pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
κληρούχος — ο (AM κληροῡχος) ο κάτοχος κλήρου, αυτός που πήρε ή δικαιούται να πάρει τμήμα γης με κλήρο («τετρακισχιλίους κληρούχους ἐπί τῶν ἱπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι», Ηρόδ.) αρχ. 1. Αθηναίος πολίτης που λάμβανε κομμάτι γης στις σύμμαχες ή υποτελείς τών… … Dictionary of Greek